- μπομπρέσο
- τοναυτ. κοινή ονομασία τού προβόλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bompresso < γαλλ. beaupre < ολλ. boegspriet].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπομπρέσο ή πρόβολος ιστός — Κατάρτι των ιστιοφόρων που βρίσκεται στο ακραίο σημείο της πλώρης και έχει κλίση 20 25 μοιρών περίπου ως προς τον ορίζοντα. Κατά μήκος του μ. εκτείνεται η κάτω πλευρά των φλόκων (αρτεμόνων). Στα ιστιοφόρα μέσων και μεγάλων διαστάσεων, το μ.… … Dictionary of Greek
κατάρτι ή ιστός — Μεγάλο κυλινδρικό δοκάρι, κάθετο στον επιμήκη άξονα του πλοίου, όπου αναρτώνται οι κεραίες που στηρίζουν τα πανιά. Επινοήθηκε, όταν κατέστη δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ο άνεμος ως κινητήρια δύναμη. Το κ., και γενικά η αρματωσιά (εξαρτία) των πλοίων … Dictionary of Greek
καραβέλα — Τύπος ιστιοφόρου πλοίου. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως από τους Ισπανούς και τους Πορτογάλους τον 15o και τον 16o αι., τόσο ως πολεμικό όσο και ως εμπορικό πλοίο. Η κ. είχε χωρητικότητα από 150 μέχρι 500 τόνους και έφερε εξάρτιση με διαφορετικά… … Dictionary of Greek
πρόβολος — ον, Α βλ. πρόβολος. ο, ΝΑ, και πρόβολος, ον, Α νεοελλ. 1. ναυτ. πλάγιος ιστός που προεξέχει από την πλώρη ιστιοφόρου πλοίου, κν. μπομπρέσο 2. τεχνολ. α) (στη γεφυροποιία) η προεξοχή που κατασκευάζεται κυρίως στα υποβρύχια τμήματα τών μεσοβάθρων… … Dictionary of Greek
μπριγκαντίνι ή βριγαντίνο — Ιστιοφόρο εφοδιασμένο με δυο κατάρτια τουρκέτο (ακάτιος ιστός) και μαΐστρα (μεγίστη) με τετράγωνα πανιά και μπομπρέσο (πρόλοβο). Το μ., που ήταν σε μεγάλη χρήση από τον 16o αι. στη Μεσόγειο και στις θάλασσες της βόρειας Ευρώπης, είχε χωρητικότητα … Dictionary of Greek
bompres — BOMPRÉS, bomprese, s.n. Catargul din vârful prorei unui vas cu pânze, foarte puţin înclinat în sus. – Din it. bompresso. Trimis de valeriu, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 bomprés s. n., pl. bomprése Trimis de siveco, 10.08.2004. Sursa: Dicţionar… … Dicționar Român